- καταφαντός
- καταφαντ-ός, ή, όν,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καταφαντός — καταφαντός, ή, όν (Α) [καταφαίνω] αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να βεβαιώσει, αυτός που επιδέχεται κατάφαση … Dictionary of Greek
καταφαντόν — καταφαντός to be affirmed masc acc sg καταφαντός to be affirmed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)