καταφαντός

καταφαντός
καταφαντ-ός, ή, όν,
A to be affirmed, opp. ἀποφαντός, D.L.7.65, Suid.s.v. ἀξίωμα.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καταφαντός — καταφαντός, ή, όν (Α) [καταφαίνω] αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να βεβαιώσει, αυτός που επιδέχεται κατάφαση …   Dictionary of Greek

  • καταφαντόν — καταφαντός to be affirmed masc acc sg καταφαντός to be affirmed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”